- ἐμαυτοῦ,-ῆς
- -οῦ + R 11-7-15-13-13=59 Gn 12,19; 22,16; 27,12; 30,30; 31,39also dat. and acc.; of me, of myself Gn 12,19 *Gn 30,30 ἐμαυτῷ οἶκον for me a house-בית לי for MTלביתי for my house
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐμαυτοῦ — of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… … Dictionary of Greek
Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'μαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἠμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαυτῶν — ἐμαυτοῦ of me fem gen pl ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμεωυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg (ionic) ἐμαυτοῦ of me neut acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)